δυσδιαθετος

δυσδιαθετος
    δυσδιάθετος
    δυσ-διάθετος
    2
    с трудом устраиваемый, трудный, хлопотливый
    

(κτῆμα Men.; πρᾶγμα Plut.)

    δυσδιάθετον ἦν αὐτῷ τὸ περὴ τοὺς δανειστάς Plut. — ему туго приходилось от кредиторов


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δυσδιαθετος" в других словарях:

  • δυσδιάθετος — hard to dispose of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιάθετος — η, ο (AM δυσδιάθετος, ον) αυτός που δύσκολα διατίθεται, τοποθετείται («δυσδιάθετα κεφάλαια») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα κατατάσσεται ή τακτοποιείται 2. (για γυναίκα) αυτή που δύσκολα αποκαθίσταται …   Dictionary of Greek

  • δυσδιάθετον — δυσδιάθετος hard to dispose of masc/fem acc sg δυσδιάθετος hard to dispose of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαθέτου — δυσδιάθετος hard to dispose of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιάθετα — δυσδιάθετος hard to dispose of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδιάθετος — η, ο (ΑΜ εὐδιάθετος, ον) αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, εύθυμος νεοελλ. ο διατεθειμένος ευνοϊκά, ο πρόθυμος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐδιάθετον η καλή διάθεση, η προθυμία αρχ. 1. ο τακτοποιημένος καλά 2. (σε αντίθεση με το δυσδιάθετος) αυτός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»